- μεγαλομόριο
- τοβλ. μακρομόριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρομόριο — το χημ. γιγαντιαίο μόριο που περιέχει συνήθως αρκετές δεκάδες χιλιάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες άτομα και που οι διαστάσεις του κυμαίνονται από 100 έως 10.000 άνγκστρεμ, αλλ. μεγαλομόριο … Dictionary of Greek